- προγλωσσίς
- προ-γλωσσίς, ἡ, die Zungenspitze
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προγλωσσίς — tip of the tongue fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγλωσσίς — ίδος, ἡ, Α το οξύ άκρο τής γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσίς (< γλῶσσα), πρβλ. υπο γλωσσίς] … Dictionary of Greek
πρόγλωσσος — ον, Α 1. φλύαρος και αστόχαστος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρό γλωσσον το οξύ άκρο τής γλώσσας, η προγλωσσίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γλωσσος (< γλῶσσα)] … Dictionary of Greek